τηλεφωνείο

τηλεφωνείο
το
ειδικό κατάστημα όπου υπάρχει τηλεφωνική εγκατάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τηλεφωνείο — το, Ν τηλεπ. θάλαμος ή κτήριο στο οποίο υπάρχει εγκατάσταση τηλεφώνου για δημόσια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνεῖον, μαρτυρείται από το 1880 στον Δ. Σταματιάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”